- ἀνωτέραν
- ἀνωτέρᾱν , ἀνώτεροςupperfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вышии — (204) сравн. степ. к высокыи. 1.В 1 знач.: онболъ окованъ бѩше всь сребромь. и столпы сребрьныѥ… и ·в͠і· кр(с)та иже надъ олтаремь. бѩхѹ. межи ими шишкы. ˫ако дрѣва вышьша мѹ(ж). ЛН XIII–XIV, 70 (1204); потопъ же бы(с) за ·м҃· д҃нии, и всѩ землѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Χατζιδάκις — Επώνυμο 2 Ελλήνων μαθηματικών. 1. Ιωάννης (Μύρθιο, Κρήτη 1844 – Αθήνα 1921). Μετά τις σπουδές του, το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον έστειλε υπότροφο στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1873 και αφού διετέλεσε καθηγητής στη Σχολή… … Dictionary of Greek